παραμυθάς

παραμυθάς
ο , παραμυθούή
1) сказочни|к, -ца, сказитель, -ница; рассказчик, -ца (анекдотов, историй, небылиц); 2) перен. лжец, лгунья

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παραμυθάς" в других словарях:

  • παραμυθάς — ο, θηλ. παραμυθού 1. άτομο προικισμένο με την ικανότητα να αφηγείται παραμύθια με ωραίο τρόπο 2. αυτός που έχει ως επάγγελμα τη συγγραφή και τη διήγηση παραμυθιών, μυθογράφος 3. αυτός που συνηθίζει να διηγείται φανταστικές και ψεύτικες ιστορίες… …   Dictionary of Greek

  • παραμυθάς — ο πληθ. άδες, θηλ. παραμυθού πληθ. ούδες, αυτός που λέει πολλά παραμύθια, ο ψεύτης, ο πλάνος: Όλο θα, και θα, και θα, πάψε, βρε παραμυθά (λαϊκό τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραμυθατζής — ο, θηλ. παραμυθατζού 1. παραμυθάς 2. ψευταράκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμύθι / παραμυθάς + κατάλ. τζής (πρβλ. καφε τζής)] …   Dictionary of Greek

  • Dimitris Nikolaidis — For other uses, see Nikolaidis. Dimitris Nikolaidis Born 1922 Asia Minor (now Turkey) Died January 1993 Athens, Greece …   Wikipedia

  • Marika Krevata — Marika Kotopouli Μαρίκα Κρεβατά Born 1910 Athens, Greece Died September 14, 1994 …   Wikipedia

  • γεμιτζής — ο 1. παλιός, έμπειρος ναυτικός 2. ειρων. αυτός που δεν έχει σχέση με τη θάλασσα 3. ειρων. ο κομπαστής, ο παραμυθάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gemici «ναυτικός»] …   Dictionary of Greek

  • γκάουτσο — (gaucho).Λέξη άγνωστης προέλευσης με την οποία χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι των πάμπα,των απέραντων πεδιάδων της Νότιας Αμερικής. Απόγονος των Ισπανών που κατέκτησαν και αποίκισαν αυτές τις περιοχές, ο γ. συχνά προερχόταν από επιμειξίες με τους… …   Dictionary of Greek

  • μπούρδας — και μπουρδιάς, ο [μπούρδα] 1. φλύαρος, πολυλογάς 2. ανόητος, χαζός 3. ψεύτης, παραμυθάς 4. καυχησιολόγος …   Dictionary of Greek

  • μυθολόγος — ο (ΑΜ μυθολόγος) αυτός που διηγείται μύθους, παλαιές ιστορίες και παραδόσεις νεοελλ. αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη μυθολογία (μσν. αρχ.) αυτός που πλάθει με τη φαντασία του και διηγείται ψεύτικες ιστορίες, ο παραμυθάς αρχ. 1. ως επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • παραμυθολογάς — ο, θηλ. παραμυθολογού παραμυθάς, παραμυθολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμυθολόγος + κατάλ. άς) …   Dictionary of Greek

  • παραμυθού — η βλ. παραμυθάς …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»